- τσαγκαράδικο
- [цангародико] ουσ. о. сапожная мастерская,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσαγκαράδικο — το, Ν υποδηματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + κατάλ. άδικο (πρβλ. βενζιν άδικο)] … Dictionary of Greek
τσαγκαράδικο — το το εργαστήριο του τσαγκάρη, τσαγκάρικο, υποδηματοποιείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβαφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Καβάφη («καβαφική ποίηση»). η, ο [καβάφης] 1. κακότεχνος, κακοφτιαγμένος, κατώτερης ποιότητας («καβάφικη δουλειά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καβάφικα περιοχή ή συνοικία όπου υπάρχουν… … Dictionary of Greek
σκυτείον — τὸ, Α [σκυτεύς] το εργαστήρι τού σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο … Dictionary of Greek
τσαγκάρικο — το, Ν τσαγκαράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τσαγκάρικος (< τσαγκάρης)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Τεγέας — Το Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας λειτουργεί από το 1996 στο δεύτερο όροφο ενός εντυπωσιακού πέτρινου κτιρίου, που βρίσκεται κοντά στον αρχαίο ναό στης Αλέας Αθηνάς και του βυζαντινού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ανήκει στον Τεγεατικό Σύνδεσμο, ο… … Dictionary of Greek
τσαγκάρικο — το τσαγκαράδικο, το (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδηματοποιείο — το εργαστήριο υποδηματοποιού, όπου κατασκευάζονται ή επισκευάζονται υποδήματα, τσαγκαράδικο, παπουτσίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)